- πολύρριζος
- και πολύριζος, -η, -ο / πολύρριζος και πολύριζος, -ον, ΝΜΑ1. (για φυτά) αυτός που έχει πολλές ρίζες2. (για έδαφος) γόνιμοςμσν.-αρχ.(για γη) ο γεμάτος ρίζεςαρχ.1. (για ιστό σε κακοήθη ασθένεια) ινώδης2. το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύρριζονα) το φυτό ελλέβοροςβ) το φυτό επιμήδιογ) το φυτό πτέριδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. βαθύ-ρριζος].
Dictionary of Greek. 2013.